Ψυχανάλυση


Βγήκαν με πόνο στην tv

το «αίνιγμα» να λύσουν

-δακρύβρεχτοι κροκόδειλοι-

να μας ψυχαναλύσουν.


«Φταίει το αβέβαιο μέλλον τους»,

«το σύστημα Αξιών μας»,

«παλιοί τους νέους δεν νογούν

μες στον κακό Καιρό μας».


Μα είναι το φάρμακό παλιό,

χιλιοδοκιμασμένο,

για να κρατά στη μέγκενη

το νου μου μαγκωμένο.


Ο γέρος μου δεν είναι αστός

μήτε και σπεκουλάντης.

Είναι ό,τι θα γενώ κι εγώ:

ευέλικτος εργάτης.


Να που ήμουν νιος και γέρασα!

(Το φάρμακό τελειώνει!

Κι όμως, σα στάχτη αταξική

τα μάτια μου θολώνει


και βλέπω ουράνια οράματα

Αιώνιας Δικιοσύνης!

«Αδύνατοι» και «Δυνατοί»

στο φως της Καλοσύνης!)


Αλλά πικρό το σύμπτωμα

και σαν κρυφή αμαρτία,

σα δαίμονας αδάμαστος,

με σπρώχνει στην πορεία!


Όχι σε ξέσπασμα τυφλό-

(καλύτερα στ’ αβγά μας!)

Να πάρει σάρκα και ζουμί

το δίκιο κι η σπορά μας.


«Μόρφωση, στέγη και δουλειά!»

φωνάζουν οι γονείς μας

κι είναι η χροιά τους χέρι αβρό

στου δίκιου τη φωνή μας.



Κι αν είν’ το σχήμα πλανερό

της «Εξουσίας της σκάρτης»,

πίσω απ’ του μπάτσου τη στολή

προστάζει ο πλουτοκράτης.



Το κουκί



Μητέρα φόλα-
σκυλάκι του σταυρού
ξάφνου μου βρήκε δουλειά.

"Γνωστός ο Τάδε,
γραφείον πολιτικόν"-
κατουρημένη ποδιά.

Στο δισάκι μου τα μόρια σωρό
και στην τσέπη τετρακόσια ευρώ.
Τι κι αν σφίγγει σα θηλιά το πλαφόν-
σωθήτω ο σώζων τον εαυτόν...

Μα ένα βράδυ
το κόλπο άλλαξε-
ήρθαν οι σοσιαλιστές!

Δρόμο η φουρνιά μου!
Οι ρέστοι στη δουλειά!
Κι όλες οι πόρτες κλειστές.

Τώρα ψάχνω αφέντη για βολευτή,
ζητιανάκι για ένα πιάτο φαΐ.
Κόσμος στην ουρά για μία δουλειά-
ανθρωπάρια, πελάτες, κουκιά...

Κι αποφάσισα ν' αλλάξω μεριά-
την κατάντια μου να δω καθαρά:
Πράσινοι γαλάζιοι σ' ένα ντορό-
μπρος στο θύτη θηλιά το Εγώ.


Ποιον Προσκυνάς


Ταμπουρωμένος πίσω από το τείχος,
στ' αυτιά σου ξεψυχάει κάθε ήχος
της σάλπιγγας αυτών που πολεμάς.

Των λύκων αρωγός
Της λάσπης αγωγός-
Αξιότιμος γραφιάς.

Γείρε πάνω στο λευκό χαρτί
και πες μας ποιον προσκυνάς...
Ποιον προσκυνάς;

Σωστός δημαγωγός- ταχυδαχτυλουργός,
με τέχνη τα γυρνάς.

Γείρε πάνω στο λευκό χαρτί
και πες μας ποιον προσκυνάς...
Ποιον προσκυνάς;

Παντάξιος βολευτής
Λαοφάγος ετοιμόλογος
Δουλοπρεπής κι υπόλογος γραφιάς.

Ποιον προσκυνάς;



Μην τους πιστέψεις


Άντε! Κουνήσου!
Μία Σεπτεμβρίου
στο δια βίου.
Και το ψωμί σου

στη λοταρία.
Κι άμα σ' αρέσει.
Δικαίωμα πέρσι-
φέτο Ευκαιρία.

Σαν ξεκινήσεις
για τη δουλειά σου
τρέμει η καρδιά σου
αν θα γυρίσεις...

Στους αποπάτους
είσαι δικός τους-
πρόσημο κόστους
στον κορβανά τους.

Τι έχεις να δώσεις;
στην τσέπη μία
για τον ταμία-
τι να πληρώσεις;

Λες πως θα ιδρώσουν
για ένα σκουλήκι;
Σε μια υποθήκη
θα σε κλειδώσουν

να ξεχρεώσεις
στη νηνεμία:
Ναρκομανία.
Ζωή με δόσεις.


Σ' αυτούς αβάντζο.
Νόμο το νόμο.
Κι εσύ στο δρόμο
Γυμνός στο ράντζο


Κι όταν στα τέλη
θενα σε πείσουν
(θα σε φοβίσουν)
ζεστό καρβέλι


να μη γυρέψεις:
πανάρχαιο ψέμα.
Δικό σου το αίμα.
Μην τους πιστέψεις.


Η κλοπή


Όρθιος στον όχλο ένας παππούς, στο λεωφορείο πιασμένος,

με ψώνια και με σύνταξη γυρίζει φορτωμένος.


Και βρέθηκε ξοπίσω του κλεφτρόνι μες στ’ αμάξι,

τους κόπους όλους μιας ζωής σε μια στιγμή ν' αρπάξει.


Πίσω απ’ τα μαύρα του γυαλιά, σα λιγωμένος βλέπει

χορό να στήνουν, φουσκωτά, τα ευρώ στην κωλοτσέπη!


Σαν ξεδοντιάρης ποντικός, μέσα στο στριμωξίδι,

κοιτάει τριγύρω πονηρά κι απλώνει το τσακίδι...


Στην πρώτη στάση του αστικού, χωρίς φραγμούς κι εμπόδια,

χούφτωσε το χιλιάρικο και το βαλε στα πόδια.




Με του παππού το πάθημα, ο νους μου πάει πιο πέρα,

σ’ αυτόν που δεν προφταίνει πια να δει μιαν άσπρη μέρα:


Δευτέρα μες στο συρφετό, κλεφτρόνι του την πέφτει,

την Τρίτη πάει και τ’ ακουμπά στο νόμιμο τον κλέφτη,


σ’ αυτούς που τον τουμπάρουνε με φούμο και με ψέμα-

Κράτος Δικαίου των βδελλών που μας ρουφάνε το αίμα:


νίκες που πίσω πάρθηκαν στα νύχια του «διαλόγου»,

εφάπαξ που καναν φτερά στα ομόλογα του τζόγου.


Κι όσοι τριγύρω μας κοιτούν το γέροντα θλιμμένο

βγάζουνε λόγο υπόλογο «απ’ τη ζωή παρμένο»:


«Κι άμα τον άνομο έχασες μες στους γεμάτους δρόμους

Πιάσε αν μπορείς το νόμιμο που φτιάχνει και τους νόμους...


μάταιος ο κόπος» θα σου πούν, θα σκύψουν το κεφάλι,

μέχρι τα κόπια τα στερνά να τους βουτήξουν πάλι.



-------------------------------------------------------------


Ο νόμος που αδυσώπητα σε πήρε στο φαλάγγι

Νόμος δεν είναι άμα χτυπά την ύστατή σου ανάγκη.




Στον επίδοξο ληστή


Με κόπο
υπόταξες στο σάκο σου τις σκιές
Μα να
που ο πιο κακός σου εφιάλτης
επιζεί απλάνευτος:
μυαλό αγκυροβολημένο στο γιατί
μάτια στυλωμένα στο Δικαίωμα.





Ο νεκροζώντανος Αντώνης


Ο νεκροζώντανος Αντώνης

τέσσερις γλώσσες τις μιλά,

πτυχία και μεταπτυχιακά,

κάτω απ’ το βλέμμα της αγχόνης.


Με του πρωτάτου τον αέρα

στέλεχος σε πολυεθνική,

(κατάδικος σε φυλακή)

δεκατετράωρο κάθε μέρα.


Και κάθε χρόνο καλοκαίρι

δέκα μερούλες διακοπές,

λίμνες, βουνά κι ακρογιαλιές,

σε ξένα, παραδείσια μέρη.


Μπροστά του θεά η κουτσή Μαρία:

καμπούρης και καχεχτικός,

κατάκοπος μεσοαστός

λείψανο ετών τριάντα τρία.


«Είδες πώς πρόκοψε ο Αντωνάκης;»

ψιθύρισε η μαμά στ’ αυτί,

λες και θυμίζει προκοπή

η ζωή της χειμερίας του νάρκης...


Και συνεχίζει την ορμήνια:

«κοίτα κι εσύ να βολευτείς,

να βρεις θεσούλα να πιαστείς

έρχονται μπόρες και μπουρίνια»!


Τι κι αν το παίζεις το παιχνίδι

το σώμα δεν το ξεγελάς

ξεχνάει τα λόγια της μαμάς,

ζητάει ψωμί και κεραμίδι.


Κάτω απ’ το βλέμμα της αγχόνης

δίνουμε αγώνα συμπαγείς,

να μη γεράσουμε κι εμείς

σα νεκροζώντανος Αντώνης.



Κυριακή 26 Απρίλη 2009




Γράμμα στον Επώνυμο ανανήψαντα


Απ’ το κελί της φυλακής...
ένιψες χέρια πριν γεράσεις.
Δεν έχεις τίποτα να πεις
ήρθε ο καιρός σου να σωπάσεις.


Κάποτε υπόμεινες χοντρό
του βούρδουλα το μαύρον ήχο.
Χάραζε το αίμα σου νωπό
το σφυροδρέπανο στον τοίχο.


Κι ανάνηψες (ψέφτης ντουνιάς...
αλίμονο και ποιος μας σώνει!)
φερέφωνο ξετσιπωσιάς
στου καρχαρία το σαλόνι.


Τ’ αύριο μας είναι ακριβό
γι’ «ακριβοθώρητες» «συστάσεις».
Κάνε στην άκρη να διαβώ
ήρθε ο καιρός σου να σωπάσεις.



Το μαύρο μας σκυλί


Ο Τζακ, το μαύρο μας σκυλί, με τις μεγάλες πλάτες,

μερόνυχτα άγρυπνος φυλά γλυκές μας αυταπάτες-

Μέγας Προστάτης-γητευτής μιας πολιτείας υπόγειας.

Στου δικαίου τον ύπνο ο μπόγιας...



Σαν καταβρόχθισε ο Τζακ τα ωραία ψαχνά του πιάτου,

για πλιάτσικο καραδοκεί, αθέατος στη γωνιά του,

κι ο καστανάς που στούμπωσε τις ζωές μας σε μποτίλιες.

Να κι ο Τζακ! Κρατάει τις τσίλιες...



- Και τι τον θέλει ο Τζακ τον καστανά μες στην αυλή του;

- Για να ξεκλέβει από το μπόγια την υπογραφή του!

Στέρεα προσχήματα ζητά, στο θρόνο να στεριώνει.

Και το δούλεμα δε σώνει...



Μα όταν ο μπόγιας σηκωθεί από το λήθαργό του,

ξάστερες σκέψεις θα βροντούν σεισμούς στο λογισμό του:

«Μαύρο στο μαύρο το σκυλί κι όσους του κάνουν πλάτες!

Τέρμα πια στις αυταπάτες».




Πότε θα ζήσεις;



Άγνωστες μέρες

δείχνουν τα δόντια

πελώριας δίνης-

Πόσο θα μείνεις;




Κλειστό το στόμα

στη λησμονιά μιας

θαμμένης λέξης-

Πόσο ν’ αντέξεις;




Νεκρό το σώμα

στην απουσία

χαμένης τέρψης-

Τι να γυρέψεις;




Άδειο συρτάρι

κλεμμένες όλες

οι καταχτήσεις-

Πότε θα ζήσεις;




Η Επάνοδος



Μ’ όνειρα χαρτογραφείς μια ζωή κλεμμένη
κι άμα τη ρωτάς χωρίς σημαία πού θα σουν,
αποκρίνεται η πλανεύτρα λαγγεμένη:
«όνειρα γλυκά, γλυκά που ξεθωριάζουν...

Δεν του καίγεται καρφί του χρόνου μήπως
στην καρδιά σου έκαιγε πόθος αναμμένος.
Δύσκολα το πίστεψες κι ας στο χαν πει πως
κάποια μέρα θα ξυπνήσεις ηττημένος.

Μες στην τσέπη, το φλουρί που σου χει μείνει,
τύλιξτο και στο πηγάδι μέσα ρίχτο·
η αδέκαστη, στυγνή απεραντοσύνη
τ’ άπιαστα όνειρα ποντίζει δίχως οίχτο».

Πρόβαλε στον ουρανό κι ο αποσπερίτης
και γυρνάς χαμένος με σκυφτό το βλέμμα.
Βγαίνει στο σεργιάνι η δίδυμη αδερφή της,
ζωή κι αυτή, απλή, σε προσκαλεί με νεύμα:

«Με τρεμάμενη φωτιά σε κηροπήγιο
μοιάζετε οι παθοί πίσω απ’ το μετερίζι
που με χάρτη του το αγνάντι προς στον ήλιο
σε στρατόπεδα αντίμαχα χωρίζει.

Απομείνατε άστεγοι μες στην αρένα·
η χαμένη πνοή σας ακριβή φαντάζει,
τα όνειρά σας ορφανά, αλυσοδεμένα.
Ώρα πια να δεις πως ο καιρός αλλάζει:

Σκάψε λάκκο για να θάψεις το θεριό σου·
μόνος τρόπος να καρπίσει τ’ όνειρό σου.
Άναψε φωτιά στο ράσο του καμπόσου,
κάν’ τον κόσμο και τον ουρανό δικό σου».



Ο επίσημος



Το κούνια-μπέλα

Δεν το μαθες σακάτη-

κρεμάς ταμπέλα

και ξάφνου έγινες κάτι...



Με κανα μάτσο

πτυχία μες στην αγκάλη,

έφτιαξες μπράτσο,

ψηλόβαθμο κεφάλι!



Βέρο «ταλέντο»,

φτιαγμένος για «μεγάλα»-

και φαλιμέντο,

χρυσόψαρο στη γυάλα.



Στη διαδρομή σου,

πάντα θα περιμένει

ένα φιλί σου

ποδιά κατουρημένη!



Με ύφος καμπόσου

πλασάρεις στο κοπάδι

το «τάλαντό» σου

γι’ αχτίνα στο σκοτάδι-



μα αν είναι ξέφτι

σε μια ριπή του ανέμου,

κατά πού πέφτει

ο κόσμος αρχηγέ μου;



Παρασκευή 17 Απρίλη 2009