Αλλότριοι

Πέντε η ώρα τα χαράματα και το πλοίο της γραμμής
μπαίνει στο λιμάνι.
Πλήθος κόσμου συνωστίζεται στην έξοδο
και κοιτούν επίμονα το ρολόι τους,
ενώ το πλοίο κάνει τις απαραίτητες μανούβρες για να δέσει.

Αρχίζουν ν' ακούγονται οι πρώτοι ψίθυροι:
"γιατί αργούμε τόσο;" "μας είχαν πει ότι φτάνουμε στις πέντε και κοντεύει πέντε και είκοσι κι ακόμα..."
Και το πλοίο συνέχιζε τις μανούβρες

Άρχισε η ανησυχία. Και πλήθαιναν τα παράπονα στο πλήρωμα,
που μάταια προσπαθούσε να διαβεβαιώσει πως σε πέντε λεπτά το πλοίο θα έχει δέσει.
Αλλά το πλήθος δε λογάριαζε δικαιολογίες. Άλλωστε κοιτούσε το ρολόι
όχι τα παράθυρα.

Έτσι
άρχισαν οι καβγάδες με το πλήρωμα και οι φωνές της απόγνωσης
για την αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Κι άξαφνα, πάνω απ' τη δυνατή οχλοβοή
υψώθηκε η φωνή ενός πιο ψύχραιμου:
"να πηδήξουμε έξω"

Οι άλλοι
κοίταξαν για μια ακόμα φορά το ρολόι τους
και με ένα συγκαταβατικό νεύμα
πήδηξαν στη θάλασσα.

Το πλοίο είχε δέσει στο λιμάνι.

Ανεμελιά

Αυτό δεν καταλαβαίνω:
αν ανεβεί καμιά γριά στο λεωφορείο
είτε της έδινα τη θέση μου
είτε την αγνοούσα
ήταν δυο αποφάσεις
το ίδιο εύκολες και δύσκολες.
Γι' αυτό πηγαίνω με τα πόδια.