Τα τετριμμένα

Ανακάλυπτα από την αρχή
με δέος όλα τα τετριμμένα
Πράγματα εφήμερα, όπως όλες
οι κατοικίες του απείρου.
Κι έτσι όπως έτρεχα μπροστά
κλείνοντας στις χούφτες μου ολόκληρο τον κόσμο
Μου βαζε τρικλοποδιά
Ο κουτσός ζητιάνος της γειτονιάς.

Νομίζαμε

Νομίζαμε πως όλα τα είχαμε δει
Κι αυτόν που μας σκούνταγε τον ώμο,
για να δούμε πίσω απ’ τη μάσκα των λαοπλάνων,
τον λέγαμε μικρό, αθώο, ονειροπόλο.
Του λέγαμε πως μεγαλώνοντας,
θα δει τα πράγματα νηφάλια,
όπως ακριβώς κι εμείς.

Νομίζαμε πως όλα τα είχαμε δει
Μα ήμασταν άνθρωποι μικροί
Απ’ αυτούς που σιχαίνονται τις ρυτίδες.
Δεν ξέραμε να διαβάζουμε
τις μισάνοιχτες πόρτες της συναίνεσης,
τα δωμάτια με τα μεγάλα στρογγυλά τραπέζια των διαβουλεύσεων,
τα διφορούμενα χαμόγελα στα χείλη των δημαγωγών.

Τώρα ψάχνουμε αυτόν
Τον άγρυπνο, αξεγέλαστο Λαό
Που δε θα ησυχάσει αν δε δει
Το φέρετρο του σάπιου κόσμου
Βυθισμένο στον τάφο.

Αξιοκρατία


Φαντάσου ένα ρεφρέν με εκείνο το παλιό στυλ της καντάδας που να λέει  «Κανείς δε χάνεται».
Ύστερα, άμα είσαι καλός δεν πρόκειται να χαθείς, θα τα καταφέρεις!
 Βέβαια, στην Ελλάδα, το μέσο είναι αυτό που έχει σημασία.
Αλλά έξω είναι αλλιώς: δες και την Αμερική: το ’50 για να κάτσεις στο παγκάκι για τους μαύρους έπαιρνες σειρά προτεραιότητας.
Το εβδομήντα για να πας στο Βιετνάμ, περίμενες σε ουρά
Το ενενήντα για να κάνεις το check up ήθελες λεφτά δικά σου, άξια βγαλμένα…
Και το 2010, εκκενώνουν το New Orleans και σε πνίγουν τα νερά!

Από μικρός στα βάσανα, γονείς φτωχοί,
«παιδί μου δεν,
ο μπαμπάς σου δεν,
η μαμά σου δεν,
αλλά εσύ μπορεί… ».

Κι έτσι βρέθηκα σε ουρά
αξιοκρατικά
να με υποδεχτεί
καθόλα σοβαρή η επιτροπή
με βαθμολογήσει
Και τους είπα «δεν…
ο μπαμπάς μου δεν…
η μαμά μου δεν…
κι εγώ… μπορεί…»

Τότε μου ‘δειξαν τον πισινό
που υπομονετικά
αξιοκρατικά
ήταν στημένος στην ουρά
για να συγκριθεί μαζί μου.
Και τους είπε «ναι!
Ο μπαμπάς μου ναι!
Η μαμά μου ναι!
Κι εγώ μπορώ!
Και στη μουσική
και στα γαλλικά, μα και στο χορό
δίπλωμα ακριβό
και γυμναστική
και πτυχίο καλό στο εξωτερικό!»

Κι η επιτροπή τέντωσε τ’ αυτί
κι είχε μαγευτεί απ’ το νεαρό τον ομορφονιό
Και του είπαν «ναι!»
Του ‘δωσαν δουλειά
Αξιοκρατικά
αμερόληπτα
συγκινητικά:
«Μπράβο νεαρέ, είσαι ταλέντο!»

Κι αυτός βγαίνοντας
βλέπει τα λιμά
ώρες στην ουρά
να αγανακτούν
και να απορούν
ποιος θα τους προσέξει;
Μα με σιγουριά
και καμαρωτά
αξιοκρατικά
συγκινητικά
αποφθεγματικά
έβγαλε μιλιά: «Κανείς δε χάνεται!»


Στο κλαρί

Μονά-ζυγά δικά τους κι η μπάκα τους γεμάτη
Ταΐζουν με κιμά τη μηχανή

Με κλάμα και πόνο θα έρθουν να μας πουν:
«Όλοι άφραγκοι θα μείνουν στο κλαρί»

Στο κλαρί! Στο κλαρί! Όλοι άφραγκοι θα μείνουν στο κλαρί!


Κι ο γάιδαρος τσινάει, δεν πάει για δουλειά –
Λουκέτο βάζει πάνω στην προπέλα.

Κι οι πατριώτες σκούζουν, κραδαίνουν τα σκοινιά:
«Όλοι κάποτε θα μπείτε φυλακή»

Φυλακή! Φυλακή! Κάποια μέρα θα μας βάλουν φυλακή!
Φυλακή! Φυλακή! Θα μας ρίξουν σα ποντίκια στο κελί…


Μες στο βαθύ σκοτάδι περνάει ο καιρός –
Στο σβέρκο μας γλεντούν οι πατριώτες.

Δε σφίγγουμε το ζωνάρι – μας λένε και φελλούς
Κάποια μέρα θα γυρίσει ο τροχός…

Ευτυχώς! Ευτυχώς! Κάποια μέρα θα γυρίσει ο τροχός…
Ευτυχώς! Ευτυχώς! Είναι μόνοι τους και είμαστε Λαός!