Οι Καιροσκόποι


Μα τι τα θες, είναι γραφτό

του Ανθρώπου, λεν, ν’ αλλάζει.

Κι αυτός που κάποτε ούρλιαζε

στον καναπέ λιμνάζει,

βλέποντας πια τα βάσανα

της πλέμπας στο γυαλί

να ξύνει τη φαλάκρα του

κι ευθύς ν’ αναπολεί...


Σα νιός που ήτανε κάποτε

κι έκανε το δικό του-

Να σπάσει ήθελε την τριχιά

του κόσμου του αιχμαλώτου!

Μα πέρασαν τα χρόνια του

κι η μοίρα τον καλεί

ν’ αφήσει τα παιδιάσματα

και να σοβαρευτεί.


Κι όμως οι γιοι του είν’ εδώ!

Παρόντες στην πορεία!

Και βλαστημάν το σύστημα,

μπουκάρουν στα υπουργεία.

Σαν τον πατέρα τους κι αυτοί,

στου αγώνα το στρατί,

βρίζουν αψηλομέτωποι

τον κάθε βολευτή!


Δες τους πώς αγωνίζονται!

(Πάθος αγνό κι ωραίο!)

Σα να ετοιμάζουν απ’ τα πριν

έν’ άλλοθι γενναίο...

Γιατί περνούν τα χρόνια τους

κι η μοίρα τους καλεί

στα χνάρια του πατέρα τους-

του μέγα βολευτή.


Έτσι γι’ αυτήν τη φαμελιά

σα νά ‘τανε γραφτό της

να γίνει αυτό που κάποτε

νογούσε για εχθρό της-

Μ’ άμα γνωρίζανε γιατί

πολέμαγαν και ποιον,

δε θα γινόνταν όλοι τους

σημάδια των καιρών.