Οι Βασιλείς αλλάξαν βέρες

Οι Βασιλείς αλλάξαν βέρες -
γιατί λοιπόν μελαγχολείς;
Έβγα στον ήλιο να χαρείς,
άξαφν’ αλάφρωσαν οι μέρες!

Αίματα σμίξανε Γαλάζια.
Σαν ίσκιος τους κι ο αβρός Θεός
χάιδεψε απλόχερα με φως
του Παραδείσου τα περβάζια.

Κι έτσι όπως άστραψαν οι οθόνες
ξέφυγε απότομα μεμιάς
λίγη απ’ τη λάμψη τους σε μας,
τους ξεπεσμένους, τις κοκόνες.

Ρήτορες στήθηκαν στο βήμα
να μεταφράσουν το χρησμό,
του λαού το βλέμμα το δετό
να στρίψουνε μακριά απ’ το κρίμα:

“Οδεύουμε σε νέον Αιώνα -
γιατί λοιπόν αγκομαχά
ο σπίνος κι ούτε τραγουδά
πάνω απ’ της Γης την Κολοφώνα;”

Μα στη σκιά τσιμέντου ανήλιου
γέρνουν θλιμμένα τα σπαρτά
προσμένοντας καρτερικά
το χάδι ενός εξόριστου Ήλιου.




Οι Βασιλείς αλλάξαν βέρες -
ανέβηκαν οι μετοχές.
Κλειστήκαν του λαού οι φωνές
μέσα σ’ αιμάτινες γαλέρες.

Μυριάδες γέρνουν κωπηλάτες
πάνω απ’ του ιδρώτα το κουπί
δίνοντας νόημα και ζωή
στων βασιλιάδων τις παντιέρες.

Πόσ’ όλα τούτα μοιάζουν αιώνια!
Αιώνια να μελαγχολείς,
πόρτα να ψάχνεις για να βγεις
απ’ της ζωής την καταφρόνια!

Χέρια ενωμένα άμα για σφαίρες
είχαν οι πλάστες της ζωής
τάφο θα σκάβαν καταγής
για βασιλείς, αστούς και λέρες.