Η Επάνοδος



Μ’ όνειρα χαρτογραφείς μια ζωή κλεμμένη
κι άμα τη ρωτάς χωρίς σημαία πού θα σουν,
αποκρίνεται η πλανεύτρα λαγγεμένη:
«όνειρα γλυκά, γλυκά που ξεθωριάζουν...

Δεν του καίγεται καρφί του χρόνου μήπως
στην καρδιά σου έκαιγε πόθος αναμμένος.
Δύσκολα το πίστεψες κι ας στο χαν πει πως
κάποια μέρα θα ξυπνήσεις ηττημένος.

Μες στην τσέπη, το φλουρί που σου χει μείνει,
τύλιξτο και στο πηγάδι μέσα ρίχτο·
η αδέκαστη, στυγνή απεραντοσύνη
τ’ άπιαστα όνειρα ποντίζει δίχως οίχτο».

Πρόβαλε στον ουρανό κι ο αποσπερίτης
και γυρνάς χαμένος με σκυφτό το βλέμμα.
Βγαίνει στο σεργιάνι η δίδυμη αδερφή της,
ζωή κι αυτή, απλή, σε προσκαλεί με νεύμα:

«Με τρεμάμενη φωτιά σε κηροπήγιο
μοιάζετε οι παθοί πίσω απ’ το μετερίζι
που με χάρτη του το αγνάντι προς στον ήλιο
σε στρατόπεδα αντίμαχα χωρίζει.

Απομείνατε άστεγοι μες στην αρένα·
η χαμένη πνοή σας ακριβή φαντάζει,
τα όνειρά σας ορφανά, αλυσοδεμένα.
Ώρα πια να δεις πως ο καιρός αλλάζει:

Σκάψε λάκκο για να θάψεις το θεριό σου·
μόνος τρόπος να καρπίσει τ’ όνειρό σου.
Άναψε φωτιά στο ράσο του καμπόσου,
κάν’ τον κόσμο και τον ουρανό δικό σου».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε εδώ το σχόλιό σας!