Η κλοπή


Όρθιος στον όχλο ένας παππούς, στο λεωφορείο πιασμένος,

με ψώνια και με σύνταξη γυρίζει φορτωμένος.


Και βρέθηκε ξοπίσω του κλεφτρόνι μες στ’ αμάξι,

τους κόπους όλους μιας ζωής σε μια στιγμή ν' αρπάξει.


Πίσω απ’ τα μαύρα του γυαλιά, σα λιγωμένος βλέπει

χορό να στήνουν, φουσκωτά, τα ευρώ στην κωλοτσέπη!


Σαν ξεδοντιάρης ποντικός, μέσα στο στριμωξίδι,

κοιτάει τριγύρω πονηρά κι απλώνει το τσακίδι...


Στην πρώτη στάση του αστικού, χωρίς φραγμούς κι εμπόδια,

χούφτωσε το χιλιάρικο και το βαλε στα πόδια.




Με του παππού το πάθημα, ο νους μου πάει πιο πέρα,

σ’ αυτόν που δεν προφταίνει πια να δει μιαν άσπρη μέρα:


Δευτέρα μες στο συρφετό, κλεφτρόνι του την πέφτει,

την Τρίτη πάει και τ’ ακουμπά στο νόμιμο τον κλέφτη,


σ’ αυτούς που τον τουμπάρουνε με φούμο και με ψέμα-

Κράτος Δικαίου των βδελλών που μας ρουφάνε το αίμα:


νίκες που πίσω πάρθηκαν στα νύχια του «διαλόγου»,

εφάπαξ που καναν φτερά στα ομόλογα του τζόγου.


Κι όσοι τριγύρω μας κοιτούν το γέροντα θλιμμένο

βγάζουνε λόγο υπόλογο «απ’ τη ζωή παρμένο»:


«Κι άμα τον άνομο έχασες μες στους γεμάτους δρόμους

Πιάσε αν μπορείς το νόμιμο που φτιάχνει και τους νόμους...


μάταιος ο κόπος» θα σου πούν, θα σκύψουν το κεφάλι,

μέχρι τα κόπια τα στερνά να τους βουτήξουν πάλι.



-------------------------------------------------------------


Ο νόμος που αδυσώπητα σε πήρε στο φαλάγγι

Νόμος δεν είναι άμα χτυπά την ύστατή σου ανάγκη.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε εδώ το σχόλιό σας!