Η κλοπή


Όρθιος στον όχλο ένας παππούς, στο λεωφορείο πιασμένος,

με ψώνια και με σύνταξη γυρίζει φορτωμένος.


Και βρέθηκε ξοπίσω του κλεφτρόνι μες στ’ αμάξι,

τους κόπους όλους μιας ζωής σε μια στιγμή ν' αρπάξει.


Πίσω απ’ τα μαύρα του γυαλιά, σα λιγωμένος βλέπει

χορό να στήνουν, φουσκωτά, τα ευρώ στην κωλοτσέπη!


Σαν ξεδοντιάρης ποντικός, μέσα στο στριμωξίδι,

κοιτάει τριγύρω πονηρά κι απλώνει το τσακίδι...


Στην πρώτη στάση του αστικού, χωρίς φραγμούς κι εμπόδια,

χούφτωσε το χιλιάρικο και το βαλε στα πόδια.




Με του παππού το πάθημα, ο νους μου πάει πιο πέρα,

σ’ αυτόν που δεν προφταίνει πια να δει μιαν άσπρη μέρα:


Δευτέρα μες στο συρφετό, κλεφτρόνι του την πέφτει,

την Τρίτη πάει και τ’ ακουμπά στο νόμιμο τον κλέφτη,


σ’ αυτούς που τον τουμπάρουνε με φούμο και με ψέμα-

Κράτος Δικαίου των βδελλών που μας ρουφάνε το αίμα:


νίκες που πίσω πάρθηκαν στα νύχια του «διαλόγου»,

εφάπαξ που καναν φτερά στα ομόλογα του τζόγου.


Κι όσοι τριγύρω μας κοιτούν το γέροντα θλιμμένο

βγάζουνε λόγο υπόλογο «απ’ τη ζωή παρμένο»:


«Κι άμα τον άνομο έχασες μες στους γεμάτους δρόμους

Πιάσε αν μπορείς το νόμιμο που φτιάχνει και τους νόμους...


μάταιος ο κόπος» θα σου πούν, θα σκύψουν το κεφάλι,

μέχρι τα κόπια τα στερνά να τους βουτήξουν πάλι.



-------------------------------------------------------------


Ο νόμος που αδυσώπητα σε πήρε στο φαλάγγι

Νόμος δεν είναι άμα χτυπά την ύστατή σου ανάγκη.




Στον επίδοξο ληστή


Με κόπο
υπόταξες στο σάκο σου τις σκιές
Μα να
που ο πιο κακός σου εφιάλτης
επιζεί απλάνευτος:
μυαλό αγκυροβολημένο στο γιατί
μάτια στυλωμένα στο Δικαίωμα.





Ο νεκροζώντανος Αντώνης


Ο νεκροζώντανος Αντώνης

τέσσερις γλώσσες τις μιλά,

πτυχία και μεταπτυχιακά,

κάτω απ’ το βλέμμα της αγχόνης.


Με του πρωτάτου τον αέρα

στέλεχος σε πολυεθνική,

(κατάδικος σε φυλακή)

δεκατετράωρο κάθε μέρα.


Και κάθε χρόνο καλοκαίρι

δέκα μερούλες διακοπές,

λίμνες, βουνά κι ακρογιαλιές,

σε ξένα, παραδείσια μέρη.


Μπροστά του θεά η κουτσή Μαρία:

καμπούρης και καχεχτικός,

κατάκοπος μεσοαστός

λείψανο ετών τριάντα τρία.


«Είδες πώς πρόκοψε ο Αντωνάκης;»

ψιθύρισε η μαμά στ’ αυτί,

λες και θυμίζει προκοπή

η ζωή της χειμερίας του νάρκης...


Και συνεχίζει την ορμήνια:

«κοίτα κι εσύ να βολευτείς,

να βρεις θεσούλα να πιαστείς

έρχονται μπόρες και μπουρίνια»!


Τι κι αν το παίζεις το παιχνίδι

το σώμα δεν το ξεγελάς

ξεχνάει τα λόγια της μαμάς,

ζητάει ψωμί και κεραμίδι.


Κάτω απ’ το βλέμμα της αγχόνης

δίνουμε αγώνα συμπαγείς,

να μη γεράσουμε κι εμείς

σα νεκροζώντανος Αντώνης.



Κυριακή 26 Απρίλη 2009