Γράμμα στον Επώνυμο ανανήψαντα


Απ’ το κελί της φυλακής...
ένιψες χέρια πριν γεράσεις.
Δεν έχεις τίποτα να πεις
ήρθε ο καιρός σου να σωπάσεις.


Κάποτε υπόμεινες χοντρό
του βούρδουλα το μαύρον ήχο.
Χάραζε το αίμα σου νωπό
το σφυροδρέπανο στον τοίχο.


Κι ανάνηψες (ψέφτης ντουνιάς...
αλίμονο και ποιος μας σώνει!)
φερέφωνο ξετσιπωσιάς
στου καρχαρία το σαλόνι.


Τ’ αύριο μας είναι ακριβό
γι’ «ακριβοθώρητες» «συστάσεις».
Κάνε στην άκρη να διαβώ
ήρθε ο καιρός σου να σωπάσεις.



Το μαύρο μας σκυλί


Ο Τζακ, το μαύρο μας σκυλί, με τις μεγάλες πλάτες,

μερόνυχτα άγρυπνος φυλά γλυκές μας αυταπάτες-

Μέγας Προστάτης-γητευτής μιας πολιτείας υπόγειας.

Στου δικαίου τον ύπνο ο μπόγιας...



Σαν καταβρόχθισε ο Τζακ τα ωραία ψαχνά του πιάτου,

για πλιάτσικο καραδοκεί, αθέατος στη γωνιά του,

κι ο καστανάς που στούμπωσε τις ζωές μας σε μποτίλιες.

Να κι ο Τζακ! Κρατάει τις τσίλιες...



- Και τι τον θέλει ο Τζακ τον καστανά μες στην αυλή του;

- Για να ξεκλέβει από το μπόγια την υπογραφή του!

Στέρεα προσχήματα ζητά, στο θρόνο να στεριώνει.

Και το δούλεμα δε σώνει...



Μα όταν ο μπόγιας σηκωθεί από το λήθαργό του,

ξάστερες σκέψεις θα βροντούν σεισμούς στο λογισμό του:

«Μαύρο στο μαύρο το σκυλί κι όσους του κάνουν πλάτες!

Τέρμα πια στις αυταπάτες».




Πότε θα ζήσεις;



Άγνωστες μέρες

δείχνουν τα δόντια

πελώριας δίνης-

Πόσο θα μείνεις;




Κλειστό το στόμα

στη λησμονιά μιας

θαμμένης λέξης-

Πόσο ν’ αντέξεις;




Νεκρό το σώμα

στην απουσία

χαμένης τέρψης-

Τι να γυρέψεις;




Άδειο συρτάρι

κλεμμένες όλες

οι καταχτήσεις-

Πότε θα ζήσεις;




Η Επάνοδος



Μ’ όνειρα χαρτογραφείς μια ζωή κλεμμένη
κι άμα τη ρωτάς χωρίς σημαία πού θα σουν,
αποκρίνεται η πλανεύτρα λαγγεμένη:
«όνειρα γλυκά, γλυκά που ξεθωριάζουν...

Δεν του καίγεται καρφί του χρόνου μήπως
στην καρδιά σου έκαιγε πόθος αναμμένος.
Δύσκολα το πίστεψες κι ας στο χαν πει πως
κάποια μέρα θα ξυπνήσεις ηττημένος.

Μες στην τσέπη, το φλουρί που σου χει μείνει,
τύλιξτο και στο πηγάδι μέσα ρίχτο·
η αδέκαστη, στυγνή απεραντοσύνη
τ’ άπιαστα όνειρα ποντίζει δίχως οίχτο».

Πρόβαλε στον ουρανό κι ο αποσπερίτης
και γυρνάς χαμένος με σκυφτό το βλέμμα.
Βγαίνει στο σεργιάνι η δίδυμη αδερφή της,
ζωή κι αυτή, απλή, σε προσκαλεί με νεύμα:

«Με τρεμάμενη φωτιά σε κηροπήγιο
μοιάζετε οι παθοί πίσω απ’ το μετερίζι
που με χάρτη του το αγνάντι προς στον ήλιο
σε στρατόπεδα αντίμαχα χωρίζει.

Απομείνατε άστεγοι μες στην αρένα·
η χαμένη πνοή σας ακριβή φαντάζει,
τα όνειρά σας ορφανά, αλυσοδεμένα.
Ώρα πια να δεις πως ο καιρός αλλάζει:

Σκάψε λάκκο για να θάψεις το θεριό σου·
μόνος τρόπος να καρπίσει τ’ όνειρό σου.
Άναψε φωτιά στο ράσο του καμπόσου,
κάν’ τον κόσμο και τον ουρανό δικό σου».



Ο επίσημος



Το κούνια-μπέλα

Δεν το μαθες σακάτη-

κρεμάς ταμπέλα

και ξάφνου έγινες κάτι...



Με κανα μάτσο

πτυχία μες στην αγκάλη,

έφτιαξες μπράτσο,

ψηλόβαθμο κεφάλι!



Βέρο «ταλέντο»,

φτιαγμένος για «μεγάλα»-

και φαλιμέντο,

χρυσόψαρο στη γυάλα.



Στη διαδρομή σου,

πάντα θα περιμένει

ένα φιλί σου

ποδιά κατουρημένη!



Με ύφος καμπόσου

πλασάρεις στο κοπάδι

το «τάλαντό» σου

γι’ αχτίνα στο σκοτάδι-



μα αν είναι ξέφτι

σε μια ριπή του ανέμου,

κατά πού πέφτει

ο κόσμος αρχηγέ μου;



Παρασκευή 17 Απρίλη 2009